- ρεβιζιονισμός
- ο ревизионизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεβιζιονισμός — ο, Ν 1. το σύνολο τών σοσιαλιστικών θεωριών που δέχονται ότι ο επιστημονικός σοσιαλισμός, όπως διατυπώθηκε από τον Μαρξ, πρέπει να αναθεωρηθεί και κυρίως στον τομέα τών επαναστατικών εξελίξεων 2. η αναθεώρηση ή η δημόσια κριτική τής πολιτικής… … Dictionary of Greek
ρεβιζιονισμός — ο (λ. γαλλ.), η τάση για αναθεώρηση ορισμένων από τις αρχές του μαρξισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεβιζιονισμός (αναθεωρητισμός) — Χαρακτηρισμός των πρακτικών προσπαθειών ή των ιδεολογικών τάσεων που αποβλέπουν στην τροποποίηση (αναθεώρηση) ή στην κατάργηση των συνθηκών που ισχύουν μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών· με την αυστηρότερη έννοιά του, ο όρος προϋποθέτει την… … Dictionary of Greek
μαρξισμός — Όρος που αναφέρεται στις εξελίξεις και στις ερμηνείες που προκάλεσε η διδασκαλία του Μαρξ, κυρίως όταν, με τη δημιουργία των πρώτων σοσιαλιστικών κομμάτων, αποτέλεσε ιδεολογία μεγάλου μέρους του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος. Αρχικά, στη διάδοση … Dictionary of Greek
ρεβιζιονιστής — ο, θηλ. ρεβιζιονίστρια, Νοπαδός τού ρεβιζιονισμού, αυτός που αναθεωρεί βασικές αρχές τής μαρξιστικής πολιτικής ή θεωρίας, αλλ. αναθεωρητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. revisionist (βλ. ρεβιζιονισμός)] … Dictionary of Greek